curent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
curent (ro) αρσενικό
- το ρεύμα
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του curent
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un curent | curentul | nişte curenți | curențiilor |
γενική | a unui curent | curentului | a unor curenți | curențiilor |
δοτική | a unui curent | curentului | a unor curenți | curențiilor |
αιτιατική | un curent | curentul | nişte curenți | curențiilor |
κλητική | — | - | — | - |