curro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

curro < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική - *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱers- (τρέχω)

Ρήμα[επεξεργασία]

curro (la)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]