cursum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

cursum (la)

  1. σουπίνο του curro

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

cursum (la)

  1. ονομαστική και αιτιατική και κλητική ενικού του ουδετέρου της μετοχής cursus
  2. αιτιατική ενικού του αρσενικού της ίδιας μετοχής


Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

cursum (la)

  1. αιτιατική ενικού του cursus