cursum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
cursum (la)
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
cursum (la)
- ονομαστική και αιτιατική και κλητική ενικού του ουδετέρου της μετοχής cursus
- αιτιατική ενικού του αρσενικού της ίδιας μετοχής
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
cursum (la)
- αιτιατική ενικού του cursus