cuscino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cuscino < μεσαιωνική λατινική coxinum παράγωγο του coxa.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cuscino | cuscini |
cuscino (it)