débâcle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débâcle | débâcles |
débâcle (fr) θηλυκό
- το σπάσιμο παγωμένης επιφάνειας ποταμού και η απομάκρυνση των κομματιών του πάγου
- η ξαφνική φυγή ενός στρατού
- η ξαφνική κατάρρευση, η πανωλεθρία