débâcler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
débâcler (fr)
- (παρωχημένο), (αργκό) ανοίγω ένα παράθυρο, μια πόρτα (→ δείτε τη λέξη bâcle)
- (για ποτάμι) ξεπαγώνω απότομα (→ δείτε τη λέξη débâcle)