déballage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.ba.laːʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
déballage déballages

déballage (fr) αρσενικό

  1. η αφαίρεση μιας συσκευασίας, ξεμπαλλάρισμα
  2. εμπόριο ασυσκεύαστων φτηνών εμπορευμάτων εκτεθειμένων προς πώληση
  3. (οικείο) ομολογία, μεγάλο αράδιασμα μυστικών