déballage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ba.laːʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déballage | déballages |
déballage (fr) αρσενικό
- η αφαίρεση μιας συσκευασίας, ξεμπαλλάρισμα
- εμπόριο ασυσκεύαστων φτηνών εμπορευμάτων εκτεθειμένων προς πώληση
- (οικείο) ομολογία, μεγάλο αράδιασμα μυστικών