déblaiement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déblaiement | déblaiements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déblaiement (fr) αρσενικό
- η απομάκρυνση χωμάτων ή άλλων υλικών από ένα πέρασμα (δρόμο, κλπ.)