débordement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
débordement débordements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

débordement (fr) αρσενικό

  1. το ξεχείλισμα
  2. η αφθονία
  3. (στον πληθυντικό) η ακολασία
  4. η πράξη του να βγαίνει κανείς στην άκρη κάποιου άλλου