débordement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débordement | débordements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
débordement (fr) αρσενικό
- το ξεχείλισμα
- η αφθονία
- (στον πληθυντικό) η ακολασία
- η πράξη του να βγαίνει κανείς στην άκρη κάποιου άλλου