débutant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- débutant < débuter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | débutant | débutants |
θηλυκό | débutante | débutantes |
débutant (fr)
- ο πρωτάρης
Ρήμα[επεξεργασία]
débutant (fr)