décaler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
décaler (fr)
- (σπάνιο) βγάζω τα υποστηρίγματα από κάτι
- μεταθέτω ελαφρά κάτι από την κανονική του θέση, μετατοπίζω