déception
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déception | déceptions |
déception (fr) θηλυκό
- η απογοήτευση, η διάψευση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- déboire
- décompte
- déconvenue
- découragement
- désappointement
- désenchantement
- désillusion
- (οικείο) douche
- mécompte