décolonisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décolonisation | décolonisations |
décolonisation (fr) θηλυκό
- η αποαποικιοποίηση
- (μεταφορικά) η απελευθέρωση από μια κατάσταση εξάρτησης