déconcentration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déconcentration | déconcentrations |
déconcentration (fr) θηλυκό
- η αποκέντρωση
- (χημεία) η αραίωση