décontracté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.kɔ̃.tʁak.te/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décontracté | décontractés |
décontracté (fr) αρσενικό ή θηλυκό