décorateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décorateur | décorateurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
décorateur (fr) αρσενικό
- ο ντεκορατέρ, ο διακοσμητής
ενικός | πληθυντικός |
décorateur | décorateurs |
décorateur (fr) αρσενικό