décortiquer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.kɔʁ.ti.ke/

Ρήμα[επεξεργασία]

décortiquer (fr)

  1. καθαρίζω, ξεφλουδίζω,αποφλοιώνω (πατάτες, καρύδια, αμύγδαλα, γαρίδες)
  2. ξεψαχνίζω (κείμενο)