décours
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
décours | décours |
décours (fr) αρσενικό
- (αστρονομία) η περίοδος κατά την οποία ένα ουράνιο σώμα φθίνει
- (ιατρική) η περίοδος κατά την οποία υποχωρεί μια ασθένεια