déglingue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déglingue | déglingues |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déglingue (fr) θηλυκό
- το ξεχαρβάλωμα, η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι που δεν διατηρείται σωστά
- (κατ’ επέκταση) τρέλα, παλαβομάρα