démembrement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- démembrement < démembrer
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.mɑ̃.bʁə.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
démembrement | démembrements |
démembrement (fr) αρσενικό