déontologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.ɔ̃.tɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déontologie | déontologies |
déontologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
déontologie | déontologies |
déontologie (fr) θηλυκό