dépense

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dépense dépenses

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dépense < despanse < λατινική dispensa < dispendere

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dépense (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]