désastre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
désastre | désastres |
désastre (fr) αρσενικό
- η καταστροφή, η συμφορά, η συφορά, ο όλεθρος