détective

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: detective

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

détective < αγγλική detective

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.tɛk.tiv/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
détective détectives

détective (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ντέτεκτιβ
  2. ερευνητής