détroit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
détroit | détroits |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- détroit < destreit < λατινική districtus
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
détroit (fr) αρσενικό