détrousseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
détrousseur | détrousseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
détrousseur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ή (οικείο) κλεφτάκος
ενικός | πληθυντικός |
détrousseur | détrousseurs |
détrousseur (fr) αρσενικό