dactylo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dactylo < dactylographe
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dactylo | dactylos |
dactylo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dactylo < dactylographie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dactylo (fr) θηλυκό