daddy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
daddy | daddies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
daddy (en)
- (οικογένεια, παιδική γλώσσα) ο μπαμπάς, ο μπαμπάκας
ενικός | πληθυντικός |
daddy | daddies |
daddy (en)