dalot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dalot < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /;;;/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dalot dalots

dalot (fr) αρσενικό

  1. τρύπα στο πλάι ενός πλοίου, πάνω από τη γραμμή πλεύσης, για την εκκένωση του νερού
  2. μικρό αυλάκι για την εκκένωση του νερού