danse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
danse < danser
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
danse (fr) θηλυκό (πληθυντικός: danses)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
danse (fr), Danse ! (προστακτική)
- το ρήμα danser