datum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
datum data

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

datum (en)

  1. το δεδομένο
  2. (χαρτογραφία) ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

datum (bs)

δείτε επίσης[επεξεργασία]