day

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
day days

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

day (en)

  1. (μετρήσιμο) η μέρα, η ημέρα, χρονικό διάστημα 24 ωρών
    on Christmas/Easter Day - την μέρα των Χριστουγέννων/του Πάσχα
    A year has 365 days.
    Ένας χρόνος έχει 365 ημέρες.
    On what day does Christmas fall?
    μέρα πέφτουν τα Xριστούγεννα;
    wet/rainy day - βροχερή μέρα
    What day is it (today)?
    Τι μέρα έχουμε σήμερα;/Τι μέρα είναι σήμερα;
    the day before/the previous day - την προηγούμενη μέρα
    the next/following day - την επόμενη μέρα
    every other day - μέρα παρά μέρα
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μέρα, η ημέρα, χρονικό διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου
    during the day - την ημέρα
    the longest day of the year - η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου
    What a long day!
    Tι κουραστική μέρα!
    Come while it’s still the day, before it gets dark.
    Nα έρθεις όσο είναι ακόμα μέρα, προτού σκοτεινιάσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη daytime
  3. (μετρήσιμο) η μέρα, η ημέρα, το τμήμα της ημέρας που αντιστοιχεί σε καθορισμένες ώρες εργασίας
    How many days do you get off?
    Πόσες μέρες άδεια δικαιούσαι;
    I was away from the office for three days.
    Έλειψα τρεις μέρες από το γραφείο.
    He works five days a week.
    Εργάζεται πέντε μέρες τη βδομάδα.
    He makes ten thousand drachma per day.
    Παίρνει δέκα χιλιάδες δραχμές την μέρα.
  4. (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) η εποχή, τα χρόνια, μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή ιστορία
    in those days - εκείνη την εποχή
    these days - στην εποχή μας
    The days of colonialism have passed.
    Η εποχή της αποικιοκρατίας πέρασε.
    in the old days - τα παλιά τα χρόνια
    Things were different back in my day.
    Τα πράγματα ήταν αλλιώτικα στα χρόνια μου.
  5. (μόνο στον πληθυντικό) η εποχή, οι μέρες, μια συγκεκριμένη περίοδο στη ζωή ή την καριέρα κάποιου
    in the good old days - την παλιά καλή εποχή
    In our days, such things didn’t happen.
    Στις μέρες μας δε γίνονταν τέτοια πράγματα.
    Happy days will come too.
    Θα έρθουν και ευτυχισμένες μέρες.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]