debated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

debated (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του debate

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

debated (en)

  1. αυτό που τελεί υπό αίρεση, υπό συζήτηση, που δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμα