debated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
debated (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
debated (en)
- αυτό που τελεί υπό αίρεση, υπό συζήτηση, που δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμα