declaratory

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

declaratory (en)

  1. που δηλώνει, δηλωτικός
  2. που εξηγεί, που ερμηνεύει, ερμηνευτικός
  3. διαπιστωτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]