dedução
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
dedução (pt) < γαλλικό déduction από το λατινικό deductìo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dedução (pt) θηλυκό
- το συμπέρασμα
- η αφαίρεση (ποσών)
- η απαρίθμηση
- η αναγωγή