defendo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | defendo | defendoj |
αιτιατική | defendon | defendojn |
defendo (eo)
- η άμυνα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ministro pri Defendo - υπουργός Εθνικής Άμυνας