define
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | define |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defines |
αόριστος | defined |
παθητική μετοχή | defined |
ενεργητική μετοχή | defining |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- define < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
define (en)
- ορίζω μία λέξη, έννοια, ιδέα, φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.
- αποσαφηνίζω, καθορίζω, προσδιορίζω
- (μαθηματικά) καθορίζω μια αναφορά ενός όρου ή συμβολισμού
- διαγράφω, που δείχνει καθαρά μια γραμμή ή σχήμα
- ↪ The mountain was clearly defined against the morning sky.
- Το βουνό διαγραφόταν καθαρά στον πρωινό ουρανό.
- ↪ The mountain was clearly defined against the morning sky.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- define - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 217. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαγράφω