defio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

defio < defi + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική defio defioj
αιτιατική defion defiojn

defio (eo)

li devas afronti defion
πρέπει να αντιμετωπίσει μια πρόκληση