delight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dəˈlaɪt, dɪˈlaɪt/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
delight | delights |
delight (en)
- (μη μετρήσιμο) η χαρά, η ευχαρίστηση, το αίσθημα
- ↪ The pleasant news filled him with delight.
- H ευχάριστη είδηση τον γέμισε χαρά.
- ↪ I take delight in teasing someone.
- Βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση να πειράζω κάποιον.
- ↪ The pleasant news filled him with delight.
- (μετρήσιμο) η χαρά, η απόλαυση, κάτι που μου δίνει μεγάλη χαρά
- ↪ You are my greatest delight.
- Είσαι η πιο μεγάλη μου χαρά.
- ↪ It’s a delight to hear him talk.
- Είναι απόλαυση να τον ακούς να μιλάει.
- ↪ You are my greatest delight.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pleasure
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | delight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | delights |
αόριστος | delighted |
παθητική μετοχή | delighted |
ενεργητική μετοχή | delighting |
delight (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- delight (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- delight (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105, 347, 963. ISBN 9780194325684., λήμμα: απόλαυση, ευχαρίστηση, χαρά