deliro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deliro | deliroj |
αιτιατική | deliron | delirojn |
deliro (eo)
- το παραλήρημα (η κρίση παραληρήματος), το ντελίριο