deliver

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας deliver
γ΄ ενικό ενεστώτα delivers
αόριστος delivered
παθητική μετοχή delivered
ενεργητική μετοχή delivering

Ρήμα[επεξεργασία]

deliver (en)

  1. (μεταβατικό) εκφωνώ, βγάζω λόγο, κάνω ομιλία, δίνω παράσταση κτλ.· κάνω επίσημη δήλωση
    The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
    Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
  2. απελευθερώνω κάποιον από κάτι
  3. γεννώ ένα παιδί
  4. ξεγεννώ, βοηθώ σε έναν τοκετό
  5. παραδίδω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]