demand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
demand | demands |
demand (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | demand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | demands |
αόριστος | demanded |
παθητική μετοχή | demanded |
ενεργητική μετοχή | demanding |
demand (en)
- απαιτώ, κάνω μια πολύ έντονη παράκληση για κάτι
- ↪ I demand my money/a clear answer.
- Απαιτώ τα χρήματά μου/καθαρή απάντηση.
- ↪ I demand to know the truth.
- Απαιτώ να μάθω την αλήθεια.
- ↪ I demand my money/a clear answer.
- απαιτώ, χρειάζομαι κάτι για να είμαι επιτυχημένος σε κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- demand (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- demand (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 88-89. ISBN 9780194325684., λήμμα: απαιτώ