demarcação

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

demarcação < demarcar + -ção

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

demarcação (pt) θηλυκό (πληθυντικός demarcações)

  1. οροθεσία
  2. τα όρια μιας περιοχής
  3. οι ταμπέλες που εξηγούν ή κατευθύνουν