depreciation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
depreciation | depreciations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
depreciation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, οικονομία) η υποτίμηση, μείωση της αξίας σε μια χρονική περίοδο
- ↪ There was a depreciation of the drachma against the dollar.
- Έγινε υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου.
- ≈ συνώνυμα: devaluation
- ↪ There was a depreciation of the drachma against the dollar.
- (μη μετρήσιμο, οικονομία) η απόσβεση, μεταφορά της αξίας των πάγιων κεφαλαίων που φθείρονται εξαιτίας της παραγωγικής διαδικασίας ή του χρόνου, στα προϊόντα ή στις υπηρεσίες που παράγονται ή που προσφέρονται με αυτά
- ↪ the depreciation of capital/machinery - η απόσβεση κεφαλαίων/μηχανημάτων