derivative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

derivative (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

derivative (en)

  1. (γραμματική) το παράγωγο, η παράγωγη λέξη
  2. (μαθηματικά) η παράγωγος (συνάρτηση)
  3. (οικονομία) το παράγωγο (προϊόν), επενδυτικό προϊόν υψηλού ρίσκου