designação

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

designação (pt) < λατινικό designatione

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

designação (pt) θηλυκό

  1. η ονομασία, τρόπον τινά ο ορισμός (π.χ. η επίσημη ονομασία ενός κράτους)
  2. ο προσδιορισμός, η πρόταση για ανάδειξη ατόμων