designação
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
designação (pt) < λατινικό designatione
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
designação (pt) θηλυκό
- η ονομασία, τρόπον τινά ο ορισμός (π.χ. η επίσημη ονομασία ενός κράτους)
- ο προσδιορισμός, η πρόταση για ανάδειξη ατόμων