desktop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
desktop (en)
- η πάνω επιφάνεια ενός τραπεζιού, γραφείου, θρανίου, κλπ.
- (πληροφορική) η επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή
- (πληροφορική) ο σταθερός (επιτραπέζιος) προσωπικός υπολογιστής [1]
- υπερώνυμα: personal computer (PC)
- υπώνυμα: PS/2 (IBM)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- desktop στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Desktop computers, εικόνες στα Wikimedia Commons
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) Desktop computer. Πρόσβαση 2021-05-09.