desordem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

desordem (pt) < des- και ordem

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

desordem (pt) θηλυκό

  1. η αναταραχή, η κοινωνική αναστάτωση και αταξία
  2. η εντροπία