desum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
desum (la) (dēsum, dēfuī, -, dēesse· μτχ. μέλλ. dēfutūrus)
- λείπω, απουσιάζω
- εγκαταλείπω
- μου λείπει
desum (la) (dēsum, dēfuī, -, dēesse· μτχ. μέλλ. dēfutūrus)