detector
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
detector | detectors |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
detector (en)
- ο ανιχνευτής, το μηχάνημα
- ↪ a radiation/metal/fire detector - ανιχνευτής ραδιενέργειας/μετάλλων/πυρός