detector

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
detector detectors

Ετυμολογία [επεξεργασία]

detector < detect + -or

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

detector (en)

  • ο ανιχνευτής, το μηχάνημα
    a radiation/metal/fire detector - ανιχνευτής ραδιενέργειας/μετάλλων/πυρός

Πηγές[επεξεργασία]